- σκύζησις
- -ήσεως, ἡ, Α [σκυζῶ]η εποχή τού οργασμού ή τής κύησης στους σκύλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυζήσεως — σκυζήσεω̆ς , σκύζησις breeding season fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)